- μαλθοῦς
- μαλθόωpres ind act 2nd sg (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Μάλθους, Τόμας Ρόμπερτ — (Thomas Robert Malthus, Ντόρκιν, Σάρεϊ 1766 – Χεϊλιμπέρι, Χέρτφορντ 1834). Άγγλος οικονομολόγος. Ήταν ο δευτερότοκος γιος από τα οκτώ παιδιά του Ντάνιελ Μάλθους, ενός επαρχιακού ευγενούς. Σπούδασε στο Κολέγιο του Ιησού στο Πανεπιστήμιο του… … Dictionary of Greek
Μαλθοῦς — Μαλθώ fem nom/voc pl Μαλθώ fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δημογραφία — Επιστήμη που μελετά τη σύνθεση, τις μεταβολές και τη δυναμική του πληθυσμού. Αντικείμενο της μελέτης της δ. είναι επομένως όλα τα φαινόμενα βιολογικού χαρακτήρα –όπως οι γεννήσεις και οι θάνατοι– ή κοινωνικού –όπως οι γάμοι και οι μεταναστεύσεις– … Dictionary of Greek
μαλθουσιανικός — και μαλθουσιανός, ή, ό 1. σχετικός με τον οικονομολόγο Μάλθους και τη θεωρία του 2. το αρσ. και θηλ. ως ουσ. οπαδός τής θεωρίας τού Μάλθους. [ΕΤΥΜΟΛ. Από το όνομα τού Άγγλου θεολόγου και οικονομολόγου Τ. Ρ. Μάλθους] … Dictionary of Greek
μαλθουσιανισμός — ο κοινωνικοοικονομική θεωρία που διατύπωσε ο Άγγλος θεολόγος και οικονομολόγος Τόμας Μάλθους και σύμφωνα με την οποία ο πληθυσμός τής Γης αυξάνεται με γεωμετρική πρόοδο ενώ η παραγωγή τών μέσων διατροφής κατά αριθμητική πρόοδο, γεγονός που… … Dictionary of Greek
κλασική οικονομική σχολή — Σχολή οικονομικής ερμηνείας των πολιτικών γεγονότων που είχε ως αφετηρία τους φυσιοκράτες, συνεχίστηκε με τους Σμιθ, Μάλθους, Ρικάρντο, Μπαστιά, Μιλ και είχε υποστηρικτές έως τον A’ Παγκόσμιο πόλεμο. Βλ. λ. εμποροκρατία· Μάλθους, Τόμας Ρόμπερτ,… … Dictionary of Greek
Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… … Dictionary of Greek
ανθρωπολογία — Επιστήμη που εξετάζει τον άνθρωπο στο σύνολο των σωματικών χαρακτηριστικών του και των εκδηλώσεων της διανοητικότητάς του· όπως την όρισε o Μπιφόν, είναι η φυσική ιστορία του ανθρώπινου γένους. Η α. μελετά τον άνθρωπο –στο παρελθόν και στο παρόν … Dictionary of Greek
κοινωνιολογία — Επιστήμη η οποία μελετά τα κοινωνικά φαινόμενα και τις αλληλεπιδράσεις τους. Ο όρος κ. εμφανίστηκε για πρώτη φορά (ως λατινοελληνικό υβρίδιο sociologie) στο έργο Μαθήματα θετικής φιλοσοφίας (Cours de Philosophie positive) του Ογκίστ Κοντ (1837).… … Dictionary of Greek
νεομαλθουσιανισμός — ο [μαλθουσιανισμός] σύγχρονο οικονομικό και κοινωνιολογικό δόγμα που υποστηρίζει τις βασικές θέσεις τού Μάλθους υπό το φως τών νέων δεδομένων και τών σημερινών συνθηκών που επικρατούν στον κόσμο … Dictionary of Greek